- ἰσόπλευρα
- ἰσόπλευροςwith equal sidesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύεδρο — Κάθε σχήμα του χώρου, που περατώνεται σε επίπεδα πολύγωνα. Κάθε τέτοιο πολύγωνο λέμε ότι είναι μια έδρα του π. Κάθε κορυφή και κάθε πλευρά έδρας λέμε αντίστοιχα ότι είναι κορυφή και ακμή του π. Ο αριθμός των εδρών κάθε π. είναι μεγαλύτερος ή ίσος … Dictionary of Greek
εξάγραμμα — το σχήμα που αποτελείται από δύο ισόπλευρα τρίγωνα που διασταυρώνονται συμμετρικά, εξάλφα, εξάκτινο αστέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα , όπως εμφανίζεται το εξ ως α συνθετικό αναλογικά προς τα επτα , τετρα + γράμμα] … Dictionary of Greek
εξάλφα — Γεωμετρικό σχήμα που αποτελείται από δύο ισόπλευρα τρίγωνα, διασταυρωμένα μεταξύ τους συμμετρικά ως προς το κέντρο. Χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα ως σύμβολο στις ανατολικές θρησκείες, στον ιουδαϊσμό και αργότερα από το τάγμα των Ναϊτών, τους… … Dictionary of Greek
οκτάεδρος — και οχτάεδρος, η, ο (Α ὀκτάεδρος, ον) 1. αυτός που έχει οκτώ έδρες 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάεδρο γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες νεοελλ. φρ. «κανονικό οκτάεδρο» μαθ. ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα, που έχει οκτώ έδρες οι οποίες είναι… … Dictionary of Greek
τετράεδρος — η, ο / τετράεδρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις έδρες («τετράεδροι πυραμίδες», Ιάμβλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράεδρο(ν) πυραμίδα με τριγωνική βάση (α. «κανονικό τετράεδρο» τετράεδρο τού οποίου οι έδρες είναι τέσσερα ίσα ισόπλευρα τρίγωνα … Dictionary of Greek
εικοσάεδρο — Στερεό σώμα που έχει είκοσι επίπεδες έδρες. Αν και οι είκοσι έδρες του ε. είναι ίσα ισόπλευρα τρίγωνα, τότε λέγεται κανονικό ε. Το κανονικό ε. είναι ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα που μπορούν να υπάρξουν, είναι συζυγές προς το δωδεκάεδρο και… … Dictionary of Greek
εξάγωνο — Πολύγωνο με έξι γωνίες και έξι πλευρές. Το κανονικό ε. έχει όλες τις γωνίες και όλες τις πλευρές του ίσες και η πλευρά του είναι ίση με την ακτίνα R του περιγεγραμμένου κύκλου. Η επίκεντρη γωνία, που αντιστοιχεί στο ένα έκτο της περιφέρειας είναι … Dictionary of Greek
εξάγραμμο — εξάγραμμο, το και εξάγραμμα, το, ατος σχήμα από δύο ισόπλευρα τρίγωνα, που διασταυρώνονται συμμετρικά, το εξάλφα, το εξάκτινο αστέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισογώνιος — α, ο 1. αυτός που έχει ίσες γωνίες: Τα ισόπλευρα τρίγωνα είναι και ισογώνια. 2. «ισογώνιες γραμμές», αυτές που ενώνουν τόπους οι οποίοι παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)